Wednesday, February 15, 2012

Μιζέρια και Καφρίλα

Φάνηκε από πριν ότι θα ζούσα περιπέτεια. Ξεπρόβαλε με μεγάλη ταχύτητα από την υπόγεια διάβαση και σταμάτησε 10 μέτρα μετά τη στάση. Ξεκίνησε πριν προλάβω να πατήσω στέρεα κι έτσι προσγειώθηκα ανώμαλα στα καθίσματα ακριβώς μπροστά στα σκαλοπάτια της εισόδου. Κατά την προσφιλή τους τακτική η έκδοση των εισητηρίων άρχισε λίγο μετά την Αγία Παρασκευή και στη συνέχεια κοίταζαν με βλέμα αρπακτικού:

"Άλλος για εισητήριο! Μα τέσσερις δεν μπήκαν (μονολογεί) που είναι ο τελευταίος;"

Στη συνέχεια συναντά τη Λίτσα που είναι συνάδελφος:

"Τι τα κάνεις ρε Λίτσα τα δίλεπτα; Έχω μαζέψει ένα σωρό και αυτοί οι επιβάτες δεν τα θέλουνε για ρέστα, τσακώνομαι καθημερινά ..."

Στο μεταξύ ο οδηγός δοκιμάζει τα όρια του λεωφορίου: σε μια παρατεταμένη δεξιά στροφή  και σαν συνέπεια της οριακής πρόσφυσης των ελαστικών στο οδόστρωμα, πέτυχε την μέγιστη δυνατή φυγόκεντρο. Μετά την έξοδο της στροφής και την επαναφορά του αμαξώματος στη μηδενική κλίση, μια ηλικιωμένη κυρία σηκώνεται και ασθμαίνοντας πατά βιαστικά το κουμπί για το σήμα της στάσης. Η απόσταση από το προκαθορισμένο σημείο της στάσης ήταν αρκετή όμως η ορμή του οχήματος τεράστια. Η αντίδραση του οδηγού στον ήχο:

"Καλά! Τώρα το θυμήθηκες;! Στο διάολο ..."

Το σχόλιο έχει σαν αποτέλεσμα να ξεπεράσει το σημείο της στάσης και κατά το απότομο φρενάρισμα η αρχή διατήρησης της αδράνειας στέλνει την ηλικιωμένη στη αγκαλιά του εισπράκτορα και τον εισπράκτορα στην πλάτη ενός καθίσματος. Οι εισπράκτορες μάλλον περνούν ειδική εκπαίδευση: ατάραχος βοηθά την ηλικιωμένη και στη συνέχεια φωνάζει στον οδηγό (αφού πρώτα γραπώθηκε γερά από τη λαβή):

"Πάμε!"

Αν το λεωφορείο είχε δύο ρόδες σίγουρα θα έκανε σούζα. Η απόλαυση του οδηγού ολοκληρώθηκε με το άναμα ενός τσιγάρου.